Το άρθρο του κυρίου Σκαρτσή δημοσιεύθηκε από το περιοδικό Ελληνικού πολιτισμού «ΘΕΑ», την συντακτική ομάδα του οποίου και ευχαριστούμε για την συνεργασία και την αναδημοσίευση του άρθρου.
Ο μύθος, αυτή η λεκτική διαμόρφωση του ονείρου, που γέμισε τον πολιτισμό μας παραμύθια και φτάνει ως τα αρχέτυπα της οντολογίας, ας πούμε ενός Γιουνγκ, τα λέει όλα πιο απλά. Ακριβώς «τα λέει», δεν τα εννοεί. Πόσο απλός φαίνεται πίσω από τις ιδέες και τα πνευματικά μας αδιέξοδα, προπαντός τους δυϊσμούς «ον – μη ον, ξέρω – δεν ξέρω, πριν – μετά, ζωή – θάνατος, εγώ – εσύ». Αυτές οι μυθολογικές εικόνες, τα όνειρα που είναι πράγμα της ζωής, σ’ αυτή την κατάσταση που βιώνει ο μεταρσιωμένος μύστης, ο καθένας υπό την επήρεια θέασης ή πόσης ή της ίδιας της τροφής του, ο πρωτογονικός άνθρωπος που κάνει θεότητα το ζώο που προσλαμβάνει ως τροφή, η κατάσταση ζωής τού, aboriginal ονομαζόμενου, αυστραλέζου που ζει, ενιαία, σαν πρόγονος-τωρινός-ονειρευτής, ένας και πλήρης, όλα αυτά και όλα τα τέτοια, είναι οι «εικόνες» μας. Μ’ αυτές ζούμε στ’ αλήθεια, μέσα από τα πολιτισμικά μας ενδύματα, στη γυμνότητα της οντότητάς μας. Σ’ αυτά είναι στραμμένος ο αληθινός μας εαυτός, που είναι ο ποιητικός.
Είναι ο βοσκός του Ησιόδου της Θεογονίας που συναντάει τις Μούσες, ο ινδιάνος ή όποιος άλλος μυούμενος από το «φυλακτήριο πνεύμα» του, από τον «άγγελό» του, και αυτό τον κάνει σοφό, δηλαδή ποιητή. Αυτή η μυθική αφήγηση, στην οποία αυτά που βλέπονται είναι του ξύπνου κι όχι του ύπνου, όπως οι νεράιδες των αλαφροΐσκιωτων, εικονίζει τη μέθεξη στα πράγματα, που προκύπτει ως κάτι νέο όμως οικείο, μια αναγνώριση που πραγματοποιείται ως γνώση και που θυμίζει τους πλατωνικούς μύθους, «φιλοσοφικούς» αλλά μύθους πάντα, όσο κι αν είναι εμφατικά αφηγηματικοί και όχι ποιητικά παραμυθιακοί, συνιστά μια εικόνα καθεαυτήν από την οποία προκύπτει η ποίηση και ο Ησίοδος. Είναι, με αλλιώτικα λόγια, η έμπνευση, στην οποία, όπως μέσα στην αναπνοή, ο άνθρωπος πραγματοποιείται, ενιαία, ως οντότητα και ως έκφραση, και το στόμα του «πληρούται πνεύματος». Του πνεύματος, που είναι αναπνοή και αναστοχασμός. Τις εικόνες της έμπνευσης, που κάποτε οι άνθρωποι ζωγράφισαν στα σπήλαια, τις έκαναν αγαλματίδια και εργαλεία, τις πάλλει ο ρυθμός των πραγμάτων. Αυτός ο ρυθμός, ας πούμε, που κινεί τα φύλλα των δέντρων και μαζί είναι τα φύλλα των δέντρων, η εικόνα και ο παλμός της, είναι μια οπτική παρουσία όπως είναι μια αίσθηση γενικά επιμεριζόμενη σε αισθήσεις, αυτές που παράγει και προσλαμβάνει ο ρυθμός. Ο ρυθμός του παντός, που μπορεί να είναι αστέρια, κύματα, χορτάρια, κι έτσι να γίνεται παλμός μιας δοσμένης όσο οικείας καρδιάς, χορός των Μουσών, «μουσική», ναός, ποίημα.
Όταν ο ποιητής «εμπνέεται» από τη «μούσα» του, όταν το όραμα κυριεύει τη ζωή του και μετασχηματίζεται ολόκληρος σε γλώσσα, πραγματοποιείται απλά και κανονικά ό,τι ονομάζουμε πραγματικότητα ως μια νέα μορφή, η αρχική «εικόνα» γίνεται μια άλλη «εικόνα», μια οντότητα νέα ανακαλεί το ον με κάποιους όρους πραγματικότητας, που αναλύονται σε ήχο, μουσικότητα, ψυχικές γεύσεις, αίσθηση κοινωνίας με τα οικεία πράγματα και με την οικεία υποκειμενικότητα, που εικόνες της είναι τα πρόσωπα της πρόσληψής της, δυναμικά παρόντα στον ενιαίο χώρο της πραγμάτωσης του έργου, του ποιήματος, που πετάει ελεύθερο και νέο στο γαλανό δεδομένο κόσμο ή επιπλέει νέο πλεούμενο με νέα πορεία σ’ αυτή τη γνωστή θάλασσα που βλέπει και που τον κοιτάζει με τον τρόπο της. Το πράγμα που βλέπει τον βλέπει, και αυτό είναι η εικόνα: βλέπεται και βλέπει.
Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Η εικονιστική οντολογία της ποίησης"