Τι δεν καταλαβαίνετε;
Όπως καταλάβατε, μαύρα σύννεφα, διαπλεκόμενα συμφέροντα, ακροδεξιοί και Βασιλιάδες…Το κέρατό μου!
Το παραλήρημα … του μετανάστη
"...Η γλώσσα ωμή,ζητώ συγνώμη από ή και για εκείνους τους θεατράνθρωπους,
τους βατραχανθρώπους,τους μισάνθρωπους,τους απάνθρωπους τους
χιονάνθρωπους, των χίλιων μύριων κύκλων..." (συνέχεια)
Τίποτα δεν είναι πια…
Τι να σε πω; Φαντάσου ένα αμόνι να σου χει πλακώσει το στήθος, ανάσα να
μην μπορείς να πάρεις και μια μύγα γκαστρωμένη να ΄ρθει και να σου
καθίσει πάνω στη μύτη κι εσύ να σιχαίνεσαι, να σιχαίνεσαι και να μην
μπορείς ούτε το χέρι να σηκώσεις αλλά ούτε και να αρθρώσεις ένα "φύγε
μωρή ρουφιάνα" και να ελπίζεις μονάχα ότι που θα πάει, κι αυτό το χάλι
θα το συνηθίσεις...
«Ασύλητα δεν είναι πια»
Ο Γιώργος Γιούπης στο δεύτερο μέρος της τριλογίας του, μας ταξιδεύει σε στιγμές, μέσα από λόγο συμβολικό, στα σοκάκια μιας μικρής και ανθρώπινης Σαλονίκης, αυτής που άφησε τα σύμβολα να χαθούν.
Τα σύμβολα δεν είναι πια.
Ο Γιώργος Γιούπης αποκαλύπτει ένα υποχθόνιο και αντιδραστικό σχέδιο ανατροπής συμβόλων και ιδανικών και τον αγώνα που ξεκίνησε μια μικρή ομάδα ανθρώπων για να διαφυλάξει τα ιερά και τα όσια μιας Πόλης που δεν είναι πια… (συνέχεια)
Τα παγάκια ήταν μπόμπα
Το μήνυμα δεν ήταν το
alcohol is free, το μήνυμα ήταν ότι τα παγάκια
είναι μπόμπα … εδώ σε αφήνω να αναλογιστείς γιατί οι ντόπιοι στις
Κυκλάδες πίνουνε σκέτα τα ποτά…
Κι απ’ τη Βαστίλη, ξεκινάνε…
- Τα είπες όλα αυτά στην κοπέλα;
- Κι αυτά κι άλλα… και ότι θα
στηθούνε ξανά στους δρόμους οι λαιμητόμοι και τα παιδιά θα παίζουνε
κλοτσοσκούφι με ανθρώπινα ακρωτηριασμένα κεφάλια, τα κεφάλια του
κεφαλαίου… μόνο που δυστυχώς, κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό…
Τίποτα δεν είναι πια…
Τι να σε πω; Φαντάσου ένα αμόνι να σου χει πλακώσει το στήθος, ανάσα να μην μπορείς να πάρεις και μια μύγα γκαστρωμένη να ΄ρθει και να σου καθίσει πάνω στη μύτη κι εσύ να σιχαίνεσαι, να σιχαίνεσαι και να μην μπορείς ούτε το χέρι να σηκώσεις αλλά ούτε και να αρθρώσεις ένα "φύγε μωρή ρουφιάνα" και να ελπίζεις μονάχα ότι που θα πάει, κι αυτό το χάλι θα το συνηθίσεις...
Το κοράκι. (μέρος 2ο)
'' Με κοίταξε στα μάτια, είδε το ναι, πάτησε μόνος το διακόπτη και πέρασε κάτω από την γκαραζόπορτα, που διαμαρτυρήθηκε, σαν γριά στρίγκλα που της κόψανε της ύπνο τα παιδιά που παίζανε μακριά γαϊδούρα πάνω στο ντουβάρι. Όταν η πόρτα άνοιξε τελείως, ο Παύλος ο φράξιας, ο εξόριστος, ο προστάτης οκογενείας και γενικώς είχε γίνει ένα με το χιόνι. ''
Το κοράκι.
"..τα καίνε όλα Παύλο, ότι χωράει στο τζάκι καίγεται, κι άμα δεν έχουνε τζάκι, στο μαγκάλι που βγήκε από το υπόγειο της γιαγιάς, κι άμα δεν υπάρχει πλέον κι αυτό, κόβουνε το βαρέλι του καυστήρα και τα ρίχνουν όλα μέσα.."