Με πάθος και επιμονή, με το φως της σκέψης.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Συνέντευξη: Γιάννης Δήμας
Φωτογραφίες:  Oleg Degtiarov/ Newsville.be

Κε Αθανασόπουλε, θα σας ζητήσω να μας πείτε ποιο ήταν το κίνητρο, η αρχική ιδέα για το εγχείρημα της εκδοτικής προσπάθειας Θ.Ε.Α.
Το κυριότερο από τα κίνητρα που με ώθησαν στην ίδρυση της “θέας” ή των θ.ε.α.- Θέματα Επιστημών του Ανθρώπου, αρχικά τετραμηνιαίας και στη συνέχεια εξαμηνιαίας έκδοσης, ήταν η ιδέα της συμβολής στη διάδοση της πολλαπλής εμβάθυνσης και στην ικανοποίηση του πολυενδιαφέροντος του σύγχρονου ανθρώπου μέσω της ερευνητικής, αλλά ενίοτε και της εκλαϊκευτικής προσέγγισης της γνώσης, της θεωρίας, της πολιτικής και της τέχνης.
Ο τρόπος με τον οποίο θα πραγματοποιόταν αυτό το πλησίασμα της γνώσης, αυτή η αναζήτηση της αλήθειας και των αληθειών, θα ήταν η προώθηση της συζήτησης και της αντιπαράθεσης, της γραπτής ανταλλαγής επιχειρημάτων·  θα ήταν επίσης έτσι το χάρισμα κάθε φορά στον αναγνώστη ενός γοητευτικού, ενός μαγευτικού ταξιδιού ανάμεσα στις έννοιες και στις θεωρίες σε όλους τους τομείς της πραγματικότητας, όπου ο άνθρωπος αναζητά πάντοτε με πάθος και επιμονή, με το φως της σκέψης και της εμπειρίας, την αλήθεια. Αν εξαιρέσαμε, κατά κανόνα, τους τομείς των καθαρά θετικών και φυσικών επιστημών, αυτό έγινε μόνο για δύο πρακτικούς λόγους : πρώτον, εξαιτίας των επιστημονικών και επαγγελματικών ειδικοτήτων των περισσότερων συντελεστών της προσπάθειάς μας και, δεύτερον, για να απαντήσουμε, εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη συνοχή στο εγχείρημά μας, στην ενδεχόμενη κατηγορία για υπερβολική διάσπαση και κατακερματισμό του αντικειμένου μας.
Μιλήστε μας για τους ανθρώπους που επιλέξατε να σας συντροφεύσουν σε αυτή την εκδοτική προσπάθεια.
Η ενθάρρυνση, η ενίσχυση, η βοήθεια από μέρους ήδη φίλων ή άλλων που γίνονται φίλοι στην πορεία, είναι κάτι που δεν μπορεί να λείπει από μια πρωτοβουλία όπως η “θέα”, αν επρόκειτο να έχει και τις παραμικρές πιθανότητες επιτυχίας και διάρκειας. Έτσι, συμπαραστάθηκαν στο ξεκίνημα της προσπάθειας, η Έλσα Σβάνχολμ, η γενναία μου σύζυγος, με την ιδιαίτερη ευαισθησία σε ό,τι είναι λογοτεχνία και, πιο γενικά, τέχνη και την προθυμία της να διαβάζει κείμενα υποψήφια και να μας λέει την πάντοτε ζυγισμένη και εύστοχη γνώμη της · ο Νίκος Μακρής, πρόεδρος τότε του Ελληνικού Κύκλου και ιδρυτής του Φιλοσοφικού Καφενείου, που ήταν ο δεύτερος στον οποίο ανακοίνωσα το σχέδιο και με ενθάρρυνε χωρίς κανένα δισταγμό και έγραψε και γράφει για το περιοδικό, εξελιχθείς σε μεγάλο φίλο·  η Κωνστάνς Δημά, ποιήτρια και πεζογράφος όχι μόνον ελληνικής γλώσσας αλλά και γαλλικής, που, όταν είδε το υλικό που είχα συγκεντρώσει για το πρώτο τεύχος, όχι απλώς δεν με απέτρεψε αλλά μου εμπιστεύθηκε και δική της συνεργασία·  ο Γιώργος Γιατράς, φίλος και συνάδελφος από τις πρώτες μέρες στις Βρυξέλλες, που με το πράσινο κι αυτός φως του και με ένα μεστό άρθρο του συνετέλεσε στην ολοκλήρωση του 1ου τεύχους·  ο Ακης Γαβριηλίδης, πρώην συνάδελφος στη μετάφραση και πολιτικός φιλόσοφος, που με δυο καίριες μεταφράσεις του σημερινών ιταλών φιλοσόφων  για το πρώτο μας τεύχος, εγκαινίασε μια εμπλουτιστική για τη “θέα” συνεργασία.
Σε όλη τη διάρκεια της μέχρι τώρα ζωής του περιοδικού δεν ήσαν μόνον οι παραπάνω που εστάθηκαν στο πλευρό μου, αλλά και άλλοι, όπως η Πελαγία Αγγελοπούλου με την ζεστή φιλία της και τις σπάνιες γνώσεις και πείρα στη ζωγραφική και το ψηφιδωτό, η οποία κοσμεί τη “θέα” με έργα και με άρθρα της·  και όπως ο Γιώργος Στρογγύλης με την άγρυπνη και ερευνητική οικολογική του συνείδηση και τις επιστημονικές του γνώσεις, που τα άρθρα του ωστόσο δεν παύουν να είναι προσιτά στο ευρύ κοινό.
Υπάρχουν και οι άνθρωποι που μας πλησίασαν κατά καιρούς·  που δεν ήσαν παρόντες σε όλη την πορεία μας, αλλά που η φιλία τους και η συμπαράστασή τους ήταν το ίδιο θερμή και το ίδιο αποδοτική για το έργο μας. Τέτοιοι συνεργάτες και φίλοι στάθηκαν ο Δημήτρης Πορφύρης και η Πηνελόπη Σταφυλά, πολύτιμοι για την πολιτική τους εγρήγορση και την ιδεολογική συνέπεια, ο Νίκος Παπαδημητρίου με την εκδοτική του δράση στο περιοδικό “Μεταφράζοντας” και τις ανεξάντλητες επαφές του με τον ελληνικό πνευματικό κόσμο (Χάρη σ’ αυτόν γευθήκαμε την ικανοποίηση που δίνουν οι επαινετικές κριτικές, όταν προέρχονται από ανθρώπους γνώστες, καταξιωμένους επιστήμονες και καθηγητές όπως εν προκειμένω ο Γιάννης Θανασέκος), η Τζίνια Καρανίκα, ζωγράφος, ποιήτρια και μεταφράστρια, που με τις εκτεταμένες γνωριμίες της και τη δραστηριοποίησή της επλούτισε τη δεξαμενή της “θέας” με σημαντικά ονόματα και άρθρα, καθώς και με δικές της δημιουργίες.
Τίποτε από τα παραπάνω δεν θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς τη στήριξη και τη λειτουργία της γραμματείας σύνταξης του περιοδικού. Στα δύο πρώτα τεύχη η Βάσω Γκέρτσου ανέλαβε και έφερε σε αίσιο πέρας αυτό το έργο με γνήσιο ενδιαφέρον και αφοσίωση. Τα υπόλοιπα οκτώ τεύχη μέχρι σήμερα δημιουργήθηκαν με τη γραμματειακή εργασία και τη φιλική συμπόρευση του Διονύση Αντωνόπουλου, ο οποίος έχει γνώσεις και ικανότητες που μόνο λίγοι έχουν κι έτσι αναπληρώνει τις μεγάλες δικές μου ελλείψεις.
Πολλοί από τους ανωτέρω είναι και μέλη της μη κερδοσκοπικής  ένωσής μας La Vivifiante ASBL, που αποτελεί ένα πλαίσιο συμβουλευτικό, οργανωτικό και προς τα έξω εκπροσώπησης για τις δραστηριότητές μας. Στην αναζήτηση αναγνωστών και συγγραφέων, από την πρώτη στιγμή της έκδοσης της “θέας”, βοήθησε καταλυτικά το Φιλοσοφικό Καφενείο του Κύκλου. Γι αυτό, χρωστούμε ένα μεγάλο “ευχαριστώ” στους διαδοχικούς προέδρους του Κύκλου Νίκο Μακρή, Τάσο Παπαδόπουλο και, τώρα, τον Μανόλη Αλεξάκη με τους άξιους συνεργάτες τους.
Τέλος, αφού χαιρετήσω ένα αστέρι που ανεβαίνει, ένα αστέρι φιλίας και συνεργασίας που βλέπει προς το μέλλον, τον Αντώνη Φυσεκίδη, θα εκφράσω και την ευγνωμοσύνη μου προς τους πολλούς και σπουδαίους συγγραφείς, μεταφραστές και δημιουργούς μας, που πρέπει να είναι κιόλας γύρω στους εβδομήντα, καθώς και προς τους λίγους ακόμα, ερευνητικούς ή περίεργους και τολμηρούς, για να μην πώ ριψοκίνδυνους, αναγνώστες μας.
Ποια είναι τα κριτήρια επιλογής της ύλης και πώς κατανέμεται αυτή σε κάθε έκδοση;
Προκειμένου να επιλεγούν οι προς δημοσίευση εργασίες, αλλά και να ενθαρρυνθεί η συγγραφή και υποβολή νέων, στο πρώτο και στο τέταρτο τεύχος μας έχει δημοσιευθεί κατάλογος των κριτηρίων ή αρχών αυτών, που είναι τα εξής :
α) προτεραιότητα στις εργασίες Ελλήνων του Βελγίου – και δευτερευόντως άλλων ελλήνων και ξένων διανοητών
β) προσήλωση στα ζωτικά συμφέροντα των ανθρώπων της εργασίας, ιδιαίτερα των ασθενέστερων
γ) η έννοια “επιστήμες του ανθρώπου” να είναι τόσο ευρεία ώστε να περιλαμβάνει και τη μελέτη του μύθου και της θρησκευτικότητας καθώς και τις συνδέσεις με τις θετικές επιστήμες
δ) υψηλή ποιότητα γραφής και σκέψης και όχι οπωσδήποτε συμφωνία με τις απόψεις του κρίνοντος
ε) αναγνώριση της αξίας και της Έρευνας και της εκλαΐκευσης, αλλά με σαφή ποσοτική υπεροχή της πρώτης
στ) πολυφωνία ή πλουραλισμός των ρευμάτων σκέψης ή τάσεων· αρκεί να υπάρχει λογικός ειρμός και καλοπιστία
ζ) ενίσχυση και προβολή των μικρών τάσεων
η) ενθάρρυνση της διακλαδικής (ή διεπιστημονικής) προσέγγισης και εξέτασης των θεμάτων
θ) ένα σημαντικό μέρος της ύλης (το ένα τέταρτο περίπου) είναι αφιερωμένο στην τέχνη και στην άμεση καλλιτεχνική δημιουργία.
Συνήθως η ύλη κατανέμεται σε τέσσερα έως πέντε μέρη, εκ των οποίων ένα είναι ΤΕΧΝΗ και ένα ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ, τα δε υπόλοιπα άλλοι γενικοί επιστημονικοί τομείς· π.χ. ΙΣΤΟΡΙΑ, ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ, ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ κ.ά. Στο εσωτερικό καθενός απ’ αυτούς τους τίτλους συγκεντρώνονται τα άρθρα κατά θεματικές ενότητες με τη φροντίδα πάντοτε να υπάρχουν μεταξύ τους αντιτιθέμενες απόψεις και διάλογος. Στο μέρος ΤΕΧΝΗ οι εργασίες χωρίζονται και συγκεντρώνονται ανάλογα και με την επιμέρους τέχνη την οποία θεραπεύουν, σχολιάζουν ή κρίνουν· π.χ. ζωγραφική, φωτογραφία, κινηματογράφος, μουσική, ποίηση, διήγημα κ.α.
Σε μια εποχή όπου η ελληνική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από κρίση των αξιών και του πολιτισμού  ποια πιστεύετε πως πρέπει να είναι η συνεισφορά του κόσμου του πνεύματος;
Εν πρώτοις, θα μου επιτρέψετε να παρατηρήσω ότι η σημερινή κρίση αξιών και πολιτισμού χαρακτηρίζει την παγκόσμια πραγματικότητα και όχι μόνο την ελληνική. Βέβαια, σε κάθε επί μέρους χώρα δεν μπορεί παρά να υπάρχουν και ιδιομορφίες, οι οποίες χρωματίζουν και προσδίδουν ιδιαίτερα γνωρίσματα στην κατά τα άλλα κοινής παθογένειας κρίση.
Κατά δεύτερο λόγο, η κρίση των αξιών και του πολιτισμού δεν λαμβάνει χώραν μέσα σε πολιτικό και οικονομικό δομικό κενό, αλλά αντίθετα μέσα σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό σύστημα συνολικής οργάνωσης της κοινωνίας. Και μάλιστα όπως αυτό προέκυψε όχι απλώς μετά τη βιομηχανική επανάσταση ή μετά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, αλλά μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου.
Οι θεμελιώδεις αξίες, τώρα, που δοκιμάζονται σκληρότερα δεν είναι άλλες από εκείνην της ελευθερίας και εκείνην της ισότητας. Η πρώτη τείνει να εκπέσει λόγω των καταχρήσεων  (ή μήπως της συνεπούς εφαρμογής της ; ) εκ μέρους των φορέων της, μελών γενικά της άρχουσας τάξης ή ειδικότερα της οικονομικής ελίτ · η έκπτωση της δεύτερης προσβάλλει τη συνείδηση των ασθενέστερων, όταν συγκρίνουν την τύχη τους με αυτή των κοινωνικά και οικονομικά ισχυρότερων. Ο πολιτισμός δε που βρίσκεται υπό κατάρρευση φαίνεται να είναι μάλλον εκείνος ο οποίος στηρίζεται στη φιλοχρηματία και στην επιδίωξη του ατομικού οφέλους.
Η συνεισφορά, τέλος, του κόσμου του πνεύματος σήμερα δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτήν που πρέπει να είναι πάντα. Να εξετάζει και να αναλύει ο κάθε εκπρόσωπός του ανάλογα με την κοινωνική του οπτική γωνία τα πράγματα όσο μπορεί πιο αντικειμενικά και να ανακοινώνει τα αποτελέσματα με πειθώ, ειλικρίνεια και χωρίς οίηση.
Η πρόταση της επιστροφής στην ανθρωπιστική παιδεία πιστεύετε πως μπορεί να αποτελέσει αντίδοτο στην κρίση;
Σας ευχαριστώ ιδιαίτερα για την ερώτηση αυτή, γιατί μου δίνει την ευκαιρία να αποτρέψω μια ενδεχόμενη παρανόηση. Η πρόταση των θ.ε.α. δεν είναι να εγκαταλείψουμε σαν κοινωνία ή σαν έθνος ή ακόμα σαν Ευρώπη ή ανθρωπότητα το πεδίο των θετικών και των φυσικών επιστημών και να “επιστρέψουμε” στις επιστήμες του ανθρώπου ή στην ανθρωπιστική παιδεία – με την έννοια της διάκρισης ανάμεσα σ’αυτά τα δύο είδη (της Φύσης – του Ανθρώπου ή του Πνεύματος) γνωστικού αντικειμένου και μεθόδου προσέγγισής του. Αρκεί να αναλογιστούμε τη σπουδαιότητα των ιατρικών εφαρμογών των φυσικών και χημικών γνώσεων,  για να αντιληφθούμε ότι τέτοιο θέμα δεν τίθεται. Αρκεί επίσης να συνειδητοποιήσουμε τις τεράστιες δυνατότητες ενίσχυσης μιας πιο δίκαιης και πιο ανθρώπινης κοινωνικής οργάνωσης που περικλείουν οι τεχνολογίες της πληροφορικής. Αυτό που το εγχείρημα των θ.ε.α. υπονοεί, είτε μιλούμε για την αντιμετώπιση της οικονομικής και πολύπλευρης σημερινής κρίσης είτε όχι, είναι μόνον ότι η συνοχή και η αποτελεσματικότητα της σκέψης και της δράσης μας θα είναι μεγαλύτερη αν προς στιγμήν συγκεντρώσουμε τις δυνάμεις μας αναπαύοντας το πνεύμα μας σ’ αυτό τον αναβαθμό της ανθρώπινης παρέμβασης.
Δώστε μας το στίγμα του ελληνισμού στο Βέλγιο σήμερα, έτσι όπως εσείς το βιώνετε.
Η προσωπική μου εντύπωση, που καλλιεργήθηκε σφαιρικότερα, οφείλω να πω, μετά τη συνταξιοδότησή μου από την Ε.Ε. και ιδιαίτερα από την εποχή της εθελοντικής απασχόλησής μου στην ομογενειακή εφημερίδα “Ο απόδημος Έλληνας”, είναι ότι η ελληνική παροικία του Βελγίου, και ειδικότερα των Βρυξελλών, βρίθει ζωντάνιας και κίνησης αποτελώντας, σχηματικά, μια μικρογραφία της ελληνικής κοινωνίας της πατρίδας, με ορισμένα βεβαίως πρόσθετα γνωρίσματα, που αιτιολογούνται κυρίως από τις συνθήκες της ξενητειάς και από το γεγονός ότι η πόλη των Βρυξελλών είναι πρωτεύουσα της ενωμένης Ευρώπης.
Διαπιστώνεται μια πολυποίκιλη όσο και αγωνιώδης προσπάθεια για τη διατήρηση της ελληνικότητας των μεταναστών μας και των παιδιών τους. Η προσπάθεια αυτή καταβάλλεται από τους εθνικοτοπικούς συλλόγους, από τις πολιτιστικές ενώσεις και σωματεία, από την Εκκλησία και τους εκπροσώπους της. Όλοι αυτοί δεν φείδονται κόπων και μέσων προκειμένου να φέρουν σε πέρας το έργο αυτό και προκειμένου να προφυλάξουν ιδιαίτερα τους νέους από τη διάβρωση της μοναξιάς και του μη ανήκειν. Όμως, ώς ποιο βαθμό ο αγώνας αυτός είναι εφικτής διεξόδου και έχει μέλλον, δεν είναι ξεκάθαρο, δεδομένων των μακροπρόθεσμων τάσεων της ευρωπαϊκής ενοποίησης και των χαρακτηριστικών των σύγχρονων αστικών κέντρων, που υπαγορεύθηκαν – ας το πούμε – από τις αρχές της κοινωνίας του ατομισμού, του “ο καθένας για τον εαυτό του”.
Πάντως, και η Ελληνική Κοινότητα Βρυξελλών (όπως επίσης οι αντίστοιχες άλλων πόλεων του Βελγίου) και οι Πελοποννήσιοι, Μακεδόνες, Πόντιοι κ.ά. και η ΒΕΝΕΣ (Βελγική Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών) και ο Ελληνικός Κύκλος Σύγχρονων Μελετών και οι τρεις θεατρικές ομάδες – τέσσερεις μαζί με το θέατρο Σκαραβαίος – και, τέλος, οι ελληνικοί πολιτικοί σχηματισμοί, που δραστηριοποιούνται όχι μόνο στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στις Ελληνικές Κοινότητες του Βελγίου αλλά απευθείας έναντι των ελλήνων πολιτών προσεταιριζόμενοί τους και ενημερώνοντάς τους για την κατάσταση της Ελλάδας και των εργαζόμενων τάξεων στην Ευρώπη και παντού : όλοι έδιναν και δίνουν το “παρών” τους για την κατάκτηση και τον εμπλουτισμό των συνειδήσεων των Ελλήνων του Βελγίου, για την ενίσχυση των αδυνάτων και τη συγκατάνευση των δυνατών.
Τέλος – και ζητώ συγγνώμη για το μακροσκελές της απάντησης –, θα πρέπει ίσως να αναφερθεί το πρόβλημα που συνιστά η δράση ή η απουσία της των ελληνικών μέσων μαζικής επικοινωνίας εδώ. Δεν πρέπει δηλαδή να αρκούμαστε στη δυνατότητα ανάγνωσης ελληνικών εφημερίδων και περιοδικών που έρχονται από την Ελλάδα ή τα βλέπουμε στις οθόνες μας, αλλά να συγγράφουμε και να εκδίδουμε σ’ αυτό τον τόπο και μάλιστα με τη φιλοδοξία να εξάγουμε το προϊόν μας στην Ελλάδα και αλλού. Από τη μέχρι τώρα πείρα μας γνωρίζουμε ότι οι άνθρωποι που είναι ικανοί να γράφουν τεκμηριωμένα και συναρπαστικά υπάρχουν και είναι πολλοί, τόσο στο Βέλγιο όσο και εκτός. Εκείνο που δεν είναι αυτονόητο είναι οι οικονομικές προϋποθέσεις τέτοιων εγχειρημάτων. Φυσικά, σήμερα δεν είναι η καταλληλότερη στιγμή για να ζητά κανείς να συγκινήσει ελληνικούς δημόσιους φορείς… Γι αυτό, αξίζει ένα “εύγε” στον “Πρωτοπόρο”, στον “Ευρωπαρατηρητή”, στην ελληνική μετάφραση του “Transform”, στη “Newsville” με το  “Faces”της.
Πού πιστεύετε πως πρέπει να προσανατολιστούν οι προσπάθειες των ελληνικών ομογενειακών φορέων τα επόμενα χρόνια;
Από τις προηγούμενες ερωτήσεις και απαντήσεις διαφαίνεται και η απάντησή μου στο ερώτημα αυτό. Συνάγεται δηλαδή άνετα ότι, εφόσον βρισκόμαστε μέσα σε μια τόσο βαθειά και παρατεταμένη κρίση, εκείνο που επείγει πρώτα είναι η διάγνωση των αιτιών και των δυνατοτήτων θεραπείας. Και αυτά πρέπει να αποτελούν αντικείμενο φωτισμένης και ελεύθερης σκέψης του καθενός πολίτη. Απαιτείται δηλαδή μια προσπάθεια παιδείας, μελέτης, ανάγνωσης, συζήτησης, στοχασμού, συμπερασματικών διαβημάτων όλων μας  – νέων και γέρων. Και το δεύτερο που επομένως επείγει για τα ερχόμενα χρόνια είναι η κοινωνική αλληλεγγύη, η αμοιβαία ή και μονομερής, όταν συντρέχει περίσταση και λόγος, βοήθεια. Φαίνεται μάλιστα ότι θα παρουσιάζεται ολοένα και συχνότερα μια νέα μορφή ανάγκης. Με την έξοδο των νέων μας απ’ την Ελλάδα προς χώρες όπου ελπίζουν ότι θα βρουν ευκολότερα εργασία, θα χρειαστεί κι εμείς να τους συμπαραστεκόμαστε με ποικίλους και ευνόητους τρόπους.
Σύμφωνα με τη δική σας οπτική από το παγκόσμιο σύνολο των προσωπικοτήτων των επιστημών του ανθρώπου ποια ελληνική προσωπικότητα θα ξεχωρίζατε, ποια ξένη και γιατί ;
Η έκπληξή μου δεν περιγράφεται, έπεσα στ’ αλήθεια από τα σύννεφα, όταν – σε ηλικία 32 ετών –, έχοντας δανείσει σε φίλη νεαρότερή μου το βιβλίο του Ένγκελς Ουτοπικός σοσιαλισμός και επιστημονικός σοσιαλισμός, εισέπραξα, μετά το διάβασμα, το σχόλιο ότι αυτή είναι οπαδός του ουτοπικού σοσιαλισμού. Μα πώς ήταν δυνατόν να μην αναγνωρίζει κάποιος την ανωτερότητα της Επιστήμης απέναντι στην Ουτοπία ; Σε ένα απατηλό και απλησίαστο, σε ένα παράλογο όραμα ;
Το 1995 εκδόθηκε το βιβλίο : Στα μονοπάτια της ουτοπίας. Για την υπέρβαση του δυτικού παραδείγματος, του Γιώργου Καραμπελιά. Μόλις το 2010 κυκλοφόρησε το έργο του Erik Olin Wright : Envisioning Real Utopias [Οραματιζόμενοι εφικτές ουτοπίες]. Αν διαλέγω αυτούς τους δύο συγγραφείς, δεν είναι βέβαια, μόνο για τη σύμπτωση στους τίτλους των βιβλίων αυτών. Σύμπτωση, που δείχνει ότι μετά από τόσα χρόνια η ηθική και πολιτική κατάφαση στην έννοια της ουτοπίας πέρασε τελικά ακόμη και στους συγγραφείς της Αριστεράς, νικώντας στο σημείο αυτό τους κλασικούς του Μαρξισμού.
Ο  Erik Olin Wright είναι αμερικανός καθηγητής, κοινωνιολόγος, αναδιφητής, οπαδός και ερευνητής του Μαρξισμού, που έχει αναλώσει χρόνια και βιβλία του επάνω στο θέμα των κοινωνικών τάξεων. Εκείνο που τον κάνει, στη δική μου οπτική, να εξέχει δεν είναι απλώς η απόλυτη επιστημονική αυστηρότητα με την οποία εξετάζει το εκάστοτε αντικείμενό του και που εκδηλώνεται στην επιμονή και στη λεπτομέρεια με την οποία επεξεργάζεται τις έννοιές του·  είναι επίσης το ότι συνοδεύει αυτό το χαρακτηριστικό με μια αγνή και ειλικρινή προσχώρηση στα ιδανικά και στις αξίες της αριστερής κριτικής των σημερινών κοινωνιών.
Ο Γιώργος Καραμπελιάς με το πιο πάνω βιβλίο του τακτοποιεί τους λογαριασμούς του με τη σκέψη και τη δράση του των προηγούμενων τριάντα χρόνων. Κατατάσσει στο “δυτικό παράδειγμα” και τα “κρατιστικά” πειράματα των τότε “σοσιαλιστικών” κοινωνιών, περιγράφει με αληθινή απελπισία την πραγματικότητα και τις προοπτικές του καπιταλισμού και εγκαινιάζει ένα μετα/κομμουνιστικό κίνημα επάνω στα ερείπια του μαρξιστικού κομμουνισμού.
Εκείνο που χαρακτηρίζει τη σκέψη του Γιώργου Καραμπελιά είναι μια γνήσια φιλοσοφική διεπιστημονικότητα. Έχοντας σπουδάσει οικονομικά στη Γαλλία, γράφει με την ίδια πάντοτε άκρα γλαφυρότητα και πειστικότητα για θέματα πολιτικά, ιστορικά, οικονομικά, οικολογικά.
Είναι αλήθεια ότι οι υπερεθνικοί και καθαρά ανθρώπινοι τόνοι των πρώτων του έργων έχουν εν μέρει τελευταία επισκιαστεί από ανησυχίες εθνοπρεπείς και ελληνοκεντρικές. Ομως στις σημερινές συνθήκες της χώρας μας και της Ευρώπης οι αναπροσανατολισμοί αυτοί, μόνον άκαιροι δεν μπορούν να μας φανούν.
Η λογοτεχνία, η ποίηση, η συγγραφή, τι ρόλο έχουν στην δική σας ζωή και καθημερινότητα; 
Είναι αλήθεια ότι από τις σελίδες της “θέας” έχουμε δώσει μέχρι τώρα ιδιαίτερη θέση στην ποίηση. Αυτό δεν έγινε μόνον από αντικειμενική τοποθέτησή μας απέναντι σ’ αυτή την “καλή τέχνη”, αλλά και από προσωπική δική μου αδυναμία, δεδομένου ότι προσπάθειες συγγραφής ποιητικών κειμένων έχω καταβάλει από μικρός· δημοσιεύοντας μάλιστα αρκετά ποιήματα στην ηλικία των δεκαπέντε μου χρόνων, σε ελληνικό παιδικό περιοδικό. Ξανάπιασα αυτές τις εφηβικές ασχολίες στα τριάντα μου·  και σε όλη τη μετέπειτα διαμονή στις Βρυξέλλες δεν παρέλειπα να βάζω στο χαρτί τους  στίχους που μου περνούσαν απ’ το μυαλό. Με αποτέλεσμα να έχουν μέχρι τώρα εκδοθεί τέσσερεις ποιητικές συλλογές μου συν ένα βιβλίο με μεταφράσεις μου γαλλόφωνης ποίησης του εικοστού αιώνα. Αυτή δε τη στιγμή εκδίδεται όπου να ‘ναι ο πρώτος από τους δύο τόμους οι οποίοι θα περιέχουν όλα μου (σχεδόν) τα μέχρι τώρα ποιήματα. Αυτό στις εκδόσεις ΣΑΙΞΠΗΡΙΚόΝ της Θεσσαλονίκης.
Η καθημερινή συγγραφή δεν υπάρχει πια τώρα για μένα : τα πιο πρόσφατα ποιήματά μου έχουν γραφεί τον Αύγουστο του 2009 και θα περιληφθούν στον δεύτερο τόμο. Όσο για τα πεζά κείμενα -λίγο ώς πολύ θεωρητικά και όχι λογοτεχνικά -, ήσαν πιο συχνά την εποχή του “απόδημου Έλληνα”. Αλλά και τώρα, όταν γράφω, είναι για τα θ.ε.α. μας. Τα τελευταία μου άρθρα ήσαν το “Ο ρόλος και η θεμελίωση της έννοιας της εργατικής δύναμης”, στο τεύχος 7, και η παρουσίασή μου, στο τεύχος 8, της ποιητικής συλλογής της Σωτηρίας Τσαπαλίρα, που εκδώσαμε ως La Vivifiante ASBL. Εννοείται ότι αυτή η πολύ μικρή σημερινή σχέση μου με τη γραφή οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στις μέχρι τώρα ανάγκες της απασχόλησής μου στα διοικητικά του περιοδικού.
Τεχνολογία, διαδίκτυο, ηλεκτρονικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ποια είναι η δική σας γνώμη για αυτά. Αποτελούν λόγο απομάκρυνσης από σταθερές αξίες όπως το βιβλίο και την ανάγνωση γενικότερα;
Εδώ, βάζουμε τα δάχτυλα επί τον τύπον των ήλων. Δυστυχώς στα εξηνταπέντε μου χρόνια έχω μείνει ηλεκτρονικά αναλφάβητος σχεδόν. Θαυμάζω απεριόριστα τις νεότερες γενιές, που έχουν αυτόν το θαυμάσιο πλούτο δυνατοτήτων επικοινωνίας και γνώσης. Μ’αρέσει να πιστεύω ότι αν είχα μάθει τις νέες τεχνολογίες (μόνο σαν χρήστης, εννοείται), αυτό δεν θα με εμπόδιζε στη σχέση μου με το βιβλίο – και την έντυπη σκέψη γενικότερα. Όμως, βλέποντας αφ’ ενός την πρακτική των φίλων μου, νεότερών μου ή όχι, που έχουν αποκτήσει αυτές τις ζηλευτές ικανότητες και αφ’ ετέρου τη δικιά μου εμπειρία από τις λίγες προσπάθειες που έχω καταβάλει για να εκσυγχρονιστώ, τείνω να πω ότι τελικά ναι : φαίνεται να υπάρχει κάποια, έστω και μικρή, ανταγωνιστική σχέση με την ανάγνωση και το βιβλίο.
Λίγες σκέψεις για το μέλλον της έκδοσης του ΘΕΑ και τις πιθανές ιδέες για εξέλιξη αυτής της προσπάθειας.
Έχοντας φθάσει τα δέκα τεύχη μέχρι σήμερα, που αντιστοιχούν σε χρονικό διάστημα πεντέμισυ ετών, και έχοντας δουλέψει όλοι μας με επιμονή, ένταση και στερήσεις, αλλά επίσης με χαρά και πλήρωση (ας μην ξεχνούμε πάντως ότι πρόκειται για ένα εγχείρημα ερασιτεχνικό, που δεν βγάζει ούτε το ένα πέμπτο των εξόδων του), έρχεται μια στιγμή που γίνεται αισθητή η ανάγκη νέων δυνάμεων και νέων ιδεών. Αν θέσουμε σαν στόχους μας : α) τη διείσδυση στην ελληνική αγορά, β) την αισθητική ανανέωση μορφής και περιεχομένου, γ) τη συνέχεια σ’ εκείνες τις αρχές που έχουν αποτελέσει, εάν βέβαια συνεχίζουν να το κάνουν, την ταυτότητά μας και δ) την αποδοτικότερη αξιοποίηση της προσωπικής εργασίας των καθημερινών συντελεστών μας, θα ευρεθούμε στην ευχάριστη θέση να διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν μεταξύ μας άνθρωποι νέοι, δυναμικοί και αρκετά ιδεοπαρμένοι, που μπορούν να δώσουν μια ώθηση καινούργια στην προσπάθειά μας. Εδώ στις Βρυξέλλες έχουμε τη σταθερή προσήλωση, αλλά και τη δίψα για ειρηνικές και πνευματικές κατακτήσεις, του Διονύση Αντωνόπουλου και την ενίσχυσή μας με αποτελεσματικές ιδέες, επιστημονική εμπειρία και αγάπη για το έργο μας από τον Αντώνη Φυσεκίδη. Στην δε Θεσσαλονίκη, που είναι ένας χώρος ο οποίος μας έχει πραγματικά αγκαλιάσει με θερμό ενδιαφέρον συγγραφικό, φιλικό και επαγγελματικό, έχουμε τον Γιώργο Αλισάνογλου, που πρόθυμα θα μας χρησιμεύσει σαν εκδοτικός σύμβουλος και σαν γενικός διανομέας μας στην Ελλάδα. Και μια που ο λόγος για γεωγραφία, ας μη λησμονήσω τη σημαντική ενδυνάμωση που παίρνουμε αδιαλείπτως από τον πνευματικό κόσμο και τους φίλους μας στην Πάτρα, τη γενέτειρά μου.
Μια ευχή για τα ελληνικά γράμματα.
Λέω, καμιά φορά, μισοαστεία : “Το όνειρό μου είναι να γράψω κάποτε στρατευμένη ποίηση”. Θέλοντας έτσι να αναγνωρίσω την κοινωνική χρησιμότητα μιας μορφής τέχνης, που όμως δεν είναι –μέχρι τώρα – η δική μου. Αλλά που, καθώς φαίνεται, η επικαιρότητά της θα ανεβαίνει ολοένα στις μέρες μας. Η πολιτική τέχνη, η διδακτική, η λυρική πρέπει ωστόσο να υπάρχουν όλες, για να μην αποστεώνονται τα γούστα και οι ψυχές των χιλιάδων και εκατομμυρίων φιλότεχνων και για να ικανοποιούνται όλες οι προτιμήσεις. Σήμερα υπάρχει κι ένας άλλος λόγος για την καλλιέργεια της ελευθερίας και της πολυκεντρικότητας στη λογοτεχνία μας και στη φιλοσοφική και επιστημονική γραφή. Είναι το ότι η κατάσταση στην κοινωνία μας είναι συγκρουσιακή. Και σε τέτοιες συνθήκες συνήθως πρώτα έρχεται η αντεπανάσταση και έπειτα η επανάσταση. Ο φόβος δηλαδή μια επικείμενης βαθειάς αλλαγής, ανατροπής –καθώς λένε–, έστω και ειρηνικής, έστω και πλειοψηφικής, οδηγεί σε λύσεις εκτροπής ορισμένα συντηρητικά ταξικά περιβάλλοντα. Τα ελληνικά γράμματα επομένως καλούνται να χρησιμεύσουν όχι μόνον ως υπερασπιστής των δικαίων του λαού, αλλά και ως ο καλός σύμβουλος, αυτός που θα ευνοήσει την ειρηνική εξέλιξη, την αποτροπή της μείζονος βίαιης σύγκρουσης.
Γιαυτό και πρωτοβουλίες σαν αυτήν εδώ του FACES, που δίνει τον λόγο σε ανθρώπους και ιδέες, χωρίς να εμποδίζεται από το ενδεχόμενο διαφωνίας τους προς τις απόψεις των κύριων συντελεστών της Newsville (όπως ακριβώς κάνουν από την πλευρά τους και τα Θέματα Επιστημών του Ανθρώπου), είναι, φρονώ, προς τη σωστή κατεύθυνση.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Με πάθος και επιμονή, με το φως της σκέψης."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *