Γράφει ο Άρης Μπόττας
Οι σεισμοί στις Κυκλάδες φέρνουν στο προσκήνιο απωθημένα, με νοσηρά χαρακτηριστικά και ψυχολογικές παθογένειες. Θα σταθώ στη Σαντορίνη, μιας που κακώς μεν, αληθώς δε, είναι σχεδόν αποκλειστικά στο επίκεντρο.
Ανάμεσά μας υπάρχουν συμπατριώτες μας που χαίρονται για το γεγονός ότι οι ντόπιοι κάτοικοι του συγκεκριμένου νησιού ταλαιπωρούνται διότι παίρνουν υποτίθεται αυτό που τους αξίζει, μιας που στο νησί επικρατεί η αισχροκέρδεια και οι αλαζονικές συμπεριφορές. Άλλοι πιστεύουν ότι δεν πρέπει να λυπηθούμε ειδικά τη Σαντορίνη γιατί άλλα νησιά στην Ελλάδα έχουν αφεθεί στο έλεός τους, ενώ αυτή πλουτίζει. Κάποιοι λένε ότι τιμωρούνται δικαίως γιατί βασανίζονται τα γαϊδουράκια.
Η χαιρεκακία λοιπόν οφείλεται: α) σε οικονομικά κριτήρια, β) στη διάκριση, γ) στην επιλεκτική ευαισθησία. Παίρνει δε το χαρακτηριστικό του τσουβαλιάσματος, δηλαδή της ταύτισης όλου του πληθυσμού ενός τόπου εξαιτίας πρακτικών συγκεκριμένων ανθρώπων, και της «δίκαιης τιμωρίας» των πάντων που σχετίζονται με τον τόπο. Βεβαίως στο νησί δεν ζούνε μόνο Σαντορινιοί, αλλά αυτό δεν αλλάζει την ετυμηγορία τους περί καθολικής «δίκαιης τιμωρίας».
Φυσικά σοβαρά επιχειρήματα ώστε να δικαιολογούν τη χαιρεκακία δεν υπάρχουν. Όλοι γνωρίζουμε ότι στη χώρα μας η οικονομική εκμετάλλευση μιας κατάστασης «όταν μας παίρνει» έχει σχεδόν καθολικές διαστάσεις είτε ζεις σ’ ένα αδιάφορο καμπίσιο χωριό είτε έχεις επιχείρηση μπροστά στην…Ακρόπολη, ενώ δεν υπάρχει τουριστική ατραξιόν στον Kόσμο, στο οποίο φαινόμενο της αισχροκέρδειας δεν ανθεί κατά τόπους στα πλαίσια του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. Έτσι θα πρέπει να χαρούμε με το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι ίσως, γιατί ο διπλός εσπρέσο με θέα τον Πύργο του Άιφελ κοστίζει 9 ευρώ. Οι αλαζονικές συμπεριφορές παρατηρούνται επίσης παντού και σίγουρα δεν ταυτίζονται με τον τόπο που ζεις, αλλά με το χαρακτήρα του καθενός. Αλλιώς ένας τόπος δεν σε κάνει αλαζόνα, όπως δεν σε κάνει και οτιδήποτε άλλο, αλλά η παιδεία που θα πάρεις. Το ότι άλλα νησιά έχουν αφεθεί στο έλεός τους, είναι σίγουρα λυπηρό, όμως γι’ αυτό δεν φταίει ο τόπος που χαίρει της διάκρισης, αλλά μάλλον η Πολιτεία και τέλος η εκμετάλλευση των ζώων είναι επίσης λυπηρό φαινόμενο, αλλά αφορά τους επιχειρηματίες που το κάνουν, στους οποίους απλά θα πρέπει να απαγορευθεί αυτή η πρακτική και όχι σε όλους τους κατοίκους ενός τόπου συλλήβδην. Με αυτή τη λογική, θα πρέπει να θέλουμε να υποφέρουν όλοι οι Ισπανοί επειδή συντηρούν τις ταυρομαχίες.
Ενώ λοιπόν δεν υπάρχουν σοβαρά επιχειρήματα, πως δικαιολογείται η χαιρεκακία; Δικαιολογείται από το γεγονός ότι οι αυτοανακηρυχθέντες τιμητές και κριτές της κατάστασης αφενός βρίσκονται μακριά από το επίκεντρο του κακού, δηλαδή δεν αφορά τα οπίσθιά τους, για να το πω ευγενικά, και δεύτερον από το φθόνο τους για κάτι που δεν μπορούν να αγγίξουν. Καθότι ο άνθρωπος δεν αντιλαμβάνεται τις δικές του παθογένειες και νοσηρότητες, αλλά διακρίνει πολύ εύκολα των άλλων, τοποθετεί στη σφαίρα του κακού καταστάσεις που έχει γιγαντώσει στο μυαλό του, λόγω εκπαίδευσης, γνώσεων και εμπειριών, για τις δράσεις/αντιδράσεις, καταστάσεις και συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων, κρίνοντάς τες εύκολα εκ του ασφαλούς: «η Σαντορίνη είναι μακριά, κάτι ξένο, ακούμε ότι είναι ένας τουριστικός παράδεισος που πάνε πλούσιοι, άρα οι άνθρωποι εκεί τα τσεπώνουν χοντρά, ε, ας δουν τώρα τη γλύκα». Σε αυτό προστίθεται και η ενδεχόμενη αδυναμία τους, που μετατρέπεται σε φθόνο, από τη στιγμή που «δεν μπορούμε να την επισκεφτούμε, ενώ άλλοι μπορούν».
Ξεχνούμε ότι αν θα επισκεπτόμασταν το νησί στις καλοκαιρινές μας διακοπές, θα δεχόμασταν να τα σκάσουμε χοντρά, αδιαφορώντας για τις απολαβές των επιχειρηματιών, τις δυσκολίες των εργαζομένων και τις ταλαιπωρίες των γαϊδουριών, εννοείται πως δεν θα θέλαμε τότε σεισμούς που θα μας ξεβόλευαν και δεν θα προσέχαμε τόσο το χαρακτηρολογικό ποιόν των ντόπιων.
Η χαιρεκακία όμως μετατρέπεται τελικά σε απανθρωπιά, γιατί στρέφεται απέναντι και στους ανθρώπους που αντικειμενικά είναι ευάλωτοι σε μία κοινωνία/κοινότητα. Ηλικιωμένοι, άνθρωποι με κινητικά προβλήματα, ΑΜΕΑ, αλλά και ακόμα και νέα παιδιά που βρέθηκαν στο νησί για ένα χαρτζιλίκι. Ενδεχόμενη καταστροφή για την οποία κάποιοι θα χαρούν ή πάνω στην οποία κάνουν κυνικό χιούμορ, σημαίνει το κλείσιμο μικρών επιχειρήσεων, ανεργία σε πολλές επαγγελματικές ομάδες, ανάμεσα στις οποίες κάποιες που …ξεχνούμε όταν ακούμε «Σαντορίνη», όπως ανθρώπων σε οικοδομικές εργασίες, καθαριστών-ιστριών κλπ.
Μία κακόβουλη χαρά λοιπόν από τη σιγουριά της απόστασης, που οφείλεται στην αντίληψη που έχουμε για αδικαιολόγητες υποτίθεται οικονομικές ανισότητες με φαρισαϊκή «αυτοθυματοποίηση», στο φθόνο μας, στις επιλεκτικές ευαισθησίες, με -δυστυχώς- χαρακτηριστικά καθολικού τσουβαλιάσματος. Μία νοσηρή προσέγγιση που διέπει μέρος της ελληνικής κοινωνίας, αντί να επιλέγεται η επιλογή της κρίσης κατόπιν σκέψης και πρότασης λύσης για να καμφθούν κακώς κείμενα και προβληματικά φαινόμενα και συμπεριφορές. Που έχει πάρει ανησυχητικές διαστάσεις και γίνεται φαινόμενο στην εποχή της εύκολης κατάθεσης άποψης μέσω των social media, του καθρέπτη κατά μία έννοια της κοινωνίας μας. Εύκολα πια βγαίνει προς τα έξω η έλλειψη ενσυναίσθησης απέναντι σε όσους θεωρούμε ότι διαφοροποιούνται μ’ ένα αδικαιολόγητα αρνητικό πρόσημο από εμάς.
Αλλά αυτό που προκαλεί ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση και απαισιοδοξία τελικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου, είναι η επιμονή των ανθρώπων αυτών στο δίκιο του ολισθήματος τους, το οποίο φυσικά αδυνατούν και να δουν. Η αδυναμία τους δηλαδή να κατανοήσουν το σφάλμα της συλλογιστικής τους, ότι πρόκειται πραγματικά για απανθρωπιά και έλλειψη ενσυναίσθησης. Στο προβληματικό του όλου φαινομένου, έρχεται να προστεθεί και η αδυναμία ανάγνωσής του και άρα αντιμετώπισης και άρα σε μία κατάσταση κοινωνικής αναλγησίας, που οφείλει τόσο να γίνει αντιληπτή όσο και να περιοριστεί κατεπειγόντως.
Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "«Σεισμοί και...απωθημένα»"