Είμαστε όλοι θύματα των δολοφόνων του Έλληνα και των 8 Τούρκων μεταναστών.

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Το πρωί της Δευτέρας 6 Μαΐου 2013 ξεκίνησε στο Μόναχο, η δίκη των πέντε κατηγορούμενων μελών της Νεοναζιστικής οργάνωσης NSU (NationalSocialistUnderground) για τη δολοφονία μιας γερμανίδας αστυνομικού και εννέα (9) μεταναστών, εκ των οποίων οι 8 ήταν Τούρκοι και ένας Έλληνας, ο 41χρονος Θεόδωρος Βουλγαρίδης.

Η δίκη θα επικεντρωθεί στην 38χρονη Μπεάτε Τσέπε, η οποία κατηγορείται ότι πήρε μέρος στις δολοφονίες που εκτελέστηκαν κατά την περίοδο 2000-2007 και θεωρείται ότι είχε ανάμειξη σε βομβιστικές επιθέσεις και απόπειρες εμπρησμού σε περιοχές μεταναστών στην Κολωνία καθώς και σε 15 ληστείες τραπεζών.

Οι δολοφονίες έγιναν ξεκάθαρα για ρατσιστικούς λόγους, ενώ υπάρχει και η εκδοχή της λεγόμενης «Ισλαμοφοβίας», μέσω της οποίας δίδεται εξήγηση για τη στοχευμένη βία εναντίον Τούρκων μεταναστών (8 στα 10 θύματα της υπόθεσης), που μόνο στη Γερμανία υπολογίζονται στα 3 εκατομμύρια. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η δολοφονία του Έλληνα μετανάστη έγινε «εκ παραδρομής» (εκδοχή μη αποδεκτή από την οικογένειά του) και η δολοφονία της γερμανίδας αστυνομικού έγινε για λόγους διαφυγής.

Η υπόθεση δίνει το στίγμα της συνεχώς αυξανόμενης ρατσιστικής βίας στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποδεδειγμένα ξεκινά από χώρους της ακροδεξιάς, είτε απ' ευθείας για λόγους ιδεολογικούς, είτε μέσω προσχημάτων που έχουν ως επίκεντρο την αυξανόμενη ανεργία και γενικά την οικονομική κρίση. Ενδεικτικά άλλωστε είναι και τα στοιχεία που υπάρχουν για συνεχή αύξηση των κρουσμάτων που συνδέουν τη ρατσιστική βία με την ακροδεξιά (μόνο στη Γερμανία αυξήθηκαν κατά 4% το 2012, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία), ενώ το ίδιο ανησυχητική είναι η αύξηση που παρατηρείται και σε άλλες χώρες της ΕΕ, γεγονός που έχει θέσει σε εγρήγορση τόσο της Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Είναι επίσης μια εξέλιξη που πρέπει να αφυπνίσει ακόμη και τους πιο εφησυχασμένους, καθώς αποτελεί ακόμη μια τρανταχτή απόδειξη για το ότι η επανεμφάνιση του Ναζισμού δεν είναι αμελητέα υπόθεση, αλλά κάτι πολύ μεγαλύτερο και πολύ πιο επικίνδυνο από τις αρχικές εκτιμήσεις. Και ίσως πρέπει να μας οδηγεί σε εκτιμήσεις σαν αυτή που έκανε πρόσφατα η σουηδική εφημερίδα «Aftonbladet», με αφορμή τις δολοφονίες στη Γερμανία: «Ο κίνδυνος να ξεπροβάλει μια νέα Ευρώπη,  που θα κυριαρχείται  από τον εθνικισμό και την ισλαμοφοβία, ίσως είναι πολύ σημαντικότερος από τα χρέη των κρατών της».

Ο ΕΛΛΗΝΑΣ-ΘΥΜΑ ΤΩΝ ΝΑΖΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΩΝ «ΝΤΟΝΕΡ»

Ο Θόδωρος Βουλγαρίδης ήταν μετανάστης δεύτερης γενιάς, με ποντιακή καταγωγή από την Τριανταφυλλιά Σερρών. Ζούσε στο Μόναχο, ήταν παντρεμένος με την Υβόν Βουλγαρίδη, με την οποία απέκτησαν 2 κόρες και παλαιότερα εργάζονταν ως ελεγκτής στην εταιρεία των μέσων μαζικής μεταφοράς του Μονάχου. Μόλις 15 ημέρες πριν τη δολοφονία του, είχε ανοίξει σε κεντρικό σημείο της πόλης, ένα μαγαζί με κλειδιά (κλειδαράδικο) και άλλα μικροαντικείμενα, έχοντας μάλιστα για συνέταιρο έναν φίλο του Γερμανό. Βρέθηκε νεκρός από πυροβολισμό στο κεφάλι, μέσα στο μαγαζί του, στις 15 Ιουνίου 2005.

Η είδηση έπεσε σαν κεραυνός στην ελληνική κοινότητα του Μονάχου. Ο Θόδωρος ήταν πολύ αγαπητός και δραστήριος ομογενής, δεν είχε διαφορές με κανένα. Ήταν περήφανος για την ελληνική καταγωγή του αλλά και πλήρως ενταγμένος, ως νομοταγής πολίτης, στο γερμανικό περιβάλλον και στη ζωή της τοπικής κοινωνίας.

Η δολοφονία του Βουλγαρίδη ήταν η πέμπτη κατά σειρά, ανεξιχνίαστη δολοφονία μετανάστη. Είχαν προηγηθεί άλλες τέσσερις, με θύματα Τούρκους.

Στις 9 Σεπτεμβρίου 2000, δολοφονήθηκε στη Νυρεμβέργη Τούρκος ιδιοκτήτης ανθοπωλείου και άλλοι τρείς Τούρκοι δολοφονήθηκαν στη συνέχεια, στο Μόναχο (2001), στο Αμβούργο (2001) και στο Ρόστοκ (2004).

Ένα χρόνο μετά τη δολοφονία του Βουλγαρίδη, το 2006, ακολούθησαν οι δολοφονίες τριών ακόμη Τούρκων, στη Νυρεμβέργη, στο Κάσελ και στο Ντόρτμουντ.

Ακολούθησε στις 25 Απριλίου του 2007, στο Χάιλμπρον, η δολοφονία μιας 22χρονης γερμανίδας αστυνομικού, ενώ την 1η Νοεμβρίου 2011, στο Ντέμπελν (κοντά στη Λειψία) δολοφονήθηκε άλλος ένας Τούρκος μετανάστης.

Οι έρευνες των Γερμανών συνέδεσαν όλες τις παραπάνω δολοφονίες, με κάποια  «κοινά» στοιχεία. Είχαν χρησιμοποιηθεί το ίδια όπλα, ενώ επτά θύματα (από τους Τούρκους μετανάστες) ήταν ιδιοκτήτες τούρκικων γυράδικων.

Αυτός ήταν και ο λόγος που οι δολοφονίες ονομάστηκαν γενικά ως…»υπόθεση ντονέρ» και οι αρχικές έρευνες ξεκίνησαν να αναζητούν τους δράστες στο σκοτεινό περιβάλλον της «τουρκικής» μαφίας. Οι υποθέσεις για κυκλώματα εκβιαστών, ναρκωτικών, ξεκαθαρίσματος λογαριασμών και άλλα παρόμοια, διαδέχονταν η μία την άλλη. Όλα τέθηκαν στο τραπέζι των ερευνών, εκτός από το ενδεχόμενο της Ναζιστικής και ρατσιστικής βίας. Κανείς δεν είχε υποψιαστεί αυτή τη διάσταση.

Και εξαιτίας αυτών των συνειρμών, η οικογένεια του Βουλγαρίδη (όπως και αυτές των Τούρκων θυμάτων) αντιμετώπισε έναν πραγματικό εφιάλτη. Η γυναίκα του, ο αδελφός του και άλλοι συγγενείς, οδηγήθηκαν από τις αρμόδιες γερμανικές αρχές σε ανακρίσεις επί ανακρίσεων, για τυχόν επαφές του Βουλγαρίδη με το οργανωμένο έγκλημα, με υποθέσεις εμπορίου ναρκωτικών και εμπορίου όπλων, με κυκλώματα πορνείας, με κυκλώματα χαρτοπαιξίας και τοκογλύφων και άλλα παρόμοια. Υποθέσεις και σενάρια προσβλητικά τόσο για τη μνήμη του θύματος, όσο και για την οικογένειά του. Τα ίδια και σε σχέση με την πορεία των ανακρίσεων στην πλευρά των οικογενειών των Τούρκων μεταναστών, συγγενών των άλλων θυμάτων.

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ

Στα χρόνια που πέρασαν, οι θεωρίες για τις δολοφονίες διαδέχονταν η μια την άλλη. Όλες οι υποθέσεις εξετάζονταν, εκτός από την υπόθεση της ακροδεξιάς ρατσιστικής βίας. Στο μεταξύ οι οικογένειες των θυμάτων συνέχιζαν να ζουν μέσα σε ένα κλίμα πρωτοφανούς καχυποψίας για τους νεκρούς τους, κάτι που επιβάρυνε δραματικά το πένθος και την τραγωδία τους.

Η άκρη του νήματος άρχισε να ξετυλίγεται στις 4 Νοεμβρίου του 2011, μετά από μια ληστεία στην πόλη Άιζεναχ , με πρωταγωνιστές δύο άτομα που διέφυγαν παίρνοντας λεία 70 χιλιάδες ευρώ. Δύο ώρες αργότερα, αστυνομικοί εντόπισαν ένα ύποπτο τροχόσπιτο, το οποίο τυλίχτηκε στις φλόγες, αμέσως μόλις το πλησίασαν. Μετά την κατάσβεση της φωτιάς, ανακάλυψαν στο εσωτερικό του τα νεκρά σώματα δύο αντρών, του Ούβε Μούντλος και του Ούβε Μπένχαρτ, γνωστών για τη δράση τους ως νεοναζί κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Είχαν αυτοπυροβοληθεί αφού πρώτα είχαν βάλει φωτιά στο όχημα.

Από τα αποκαΐδια, η αστυνομία περισυνέλεξε μεγάλο αριθμό όπλων, ένα εκ των οποίων αποδείχθηκε ότι ήταν το πιστόλι που είχε χρησιμοποιηθεί στη δολοφονία της γερμανίδας αστυνομικού, το 2007 στο Χάιλμπρον.

Το ίδιο απόγευμα ένα άλλο σπίτι στην πόλη Τσβίκαου, τυλίχτηκε στις φλόγες, μετά από έκρηξη. Ήταν το σπίτι όπου συγκατοικούσαν οι δύο νεκροί νεοναζί μαζί με μία γυναίκα, την Μπεάτε Τσέπε. Ανάμεσα στα συντρίμμια του σπιτιού, οι αρχές βρήκαν και ένα μακάβριο βίντεο, στο οποίο η ομάδα περιέγραφε δολοφονίες που είχε διαπράξει από τον Σεπτέμβριο του 2000. Ήταν οι δολοφονίες της γερμανίδας αστυνομικού και των εννέα μεταναστών, των Τούρκων και του Βουλγαρίδη.

Μέσα από το βίντεο και διακηρύσσοντας συνθήματα κατά των μεταναστών, οι δράστες ανέφεραν πως είχαν διαπράξει τις δολοφονίες για λόγους ρατσιστικούς και παραδέχονταν τη νεοναζιστική τους ιδεολογία και τη συμμετοχή τους στην εθνικοσοσιαλιστική οργάνωση NSU. Τέσσερις ημέρες μετά,  η Μπεάτε Τσέπε παραδόθηκε στις αρχές. Ομολόγησε πως είχε βάλει φωτιά στο σπίτι, για να εξαφανίσει τα στοιχεία που αποκάλυπταν τη δράση της ίδιας και των συνεργών της.

Ακολούθησαν και άλλες συλλήψεις για να αποδειχθεί τελικά περίτρανα ότι κίνητρο των δολοφόνων ήταν η ξενοφοβία και το ρατσιστικό μίσος. Δυστυχώς οι γερμανικές αρχές είχαν αποτύχει να δουν την πραγματική διάστασή τους. Ακολούθησαν δημοσιεύματα με αποκαλύψεις ότι η Γερμανική υπηρεσία πληροφοριών ήξερε από χρόνια για τη δράση των τριών νεοναζί, όμως οι αρμόδιες αρχές που εξέταζαν την υπόθεση, δεν στάθηκαν ικανές να τους συνδέσουν με τις δολοφονίες, διότι σχεδόν μετά μανίας προσπαθούσαν να τις αποδώσουν στο κοινό έγκλημα. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε παραιτήσεις στελεχών των γερμανικών υπηρεσιών αλλά και σε παρέμβαση της ίδιας της Καγκελαρίου Άγκελα Μέρκελ, που ζητώντας συγνώμη από τις οικογένειες των θυμάτων, υποσχέθηκε πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης.

Η ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Στο μεταξύ, η γερμανική κοινωνία τρομοκρατήθηκε στο άκουσμα της είδησης. Είδε να αναβιώνουν από το παρελθόν, τα φαντάσματα του ρατσισμού και του Ναζισμού. Τον Φεβρουάριο του 2012, πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο, τελετή μνήμης για τα θύματα των επιθέσεων, ενώ χιλιάδες γερμανών διαδήλωσαν σε διάφορες γερμανικές πόλεις ως ένδειξη αλληλεγγύης στα θύματα της NSU, εκφράζοντας την αντίθεσή τους με τον ρατσισμό, την ακροδεξιά βία και την πλήρη διαλεύκανση των δολοφονιών. Στην πόλη του Ντόρτμουντ δημιουργήθηκε μνημείο για τα θύματα των δολοφονιών και ο Δήμαρχος της πόλης Ούρλιχ Ζιράου διακήρυξε ανοιχτά την καταδίκη της ακροδεξιάς και της ρατσιστικής βίας.

Μέχρι σήμερα, πολλές πτυχές της υπόθεσης αυτής παραμένουν σκοτεινές, καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που ισχυρίζονται ότι ενδέχεται να αγγίζουν πτέρυγες της Γερμανικής πολιτικής ζωής που ενδεχομένως να συνδέονται με το νεοναζιστικό κίνημα. Ένα ακόμη ερωτηματικό είναι η αποτυχία των αστυνομικών και ανακριτικών αρχών, να εντοπίσουν αμέσως τη ρατσιστική βία που κρύβονταν πίσω από τις δολοφονίες, με πολλούς να αφήνουν αιχμές ότι αυτό δεν ήταν και τόσο τυχαίο. Στη δίκη που ξεκίνησε τη Δευτέρα, αναμένεται πως θα φωτιστούν κι αυτές οι πτυχές της.
Η δίκη είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει τον Απρίλιο ωστόσο αναβλήθηκε για τρεις εβδομάδες καθώς το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το δικαστήριο του Μονάχου έπρεπε να προσφέρει θέσεις σε ξένους δημοσιογράφους προκειμένου να καλύψουν τη διαδικασία.
Τελικώς δόθηκε διαπίστευση μόνο σε τέσσερις τούρκους (γεγονός που χαρακτηρίστηκε ως «ντροπή» από την Τουρκική Κοινότητα του Μονάχου) και έναν έλληνα δημοσιογράφο, για να καλύψουν τη δίκη, ενώ η ακροαματική διαδικασία δεν αποκλείεται να διαρκέσει έως και τις αρχές του 2014 καθώς έχει προγραμματιστεί να καταθέσουν αυτόπτες μάρτυρες, συγγενείς των θυμάτων αλλά και των κατηγορουμένων.  
«Λαμβάνοντας υπόψη τις ιστορικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις, η δίκη των μελών της νεοναζιστικής οργάνωσης NSU αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές υποθέσεις της ιστορίας της μεταπολεμικής Γερμανίας» δήλωσαν οι δικηγόροι της οικογένειας ενός εκ των θυμάτων, ενώ από την πλευρά των Τουρκικών και Ελληνικών Κοινοτήτων της Γερμανίας, που παρακολουθούν με ξεχωριστό ενδιαφέρον τις εξελίξεις, θεωρείται σίγουρο ότι στη διάρκεια της δίκης θα φωτιστούν πολλές πτυχές για τις δυσκολίες που ακόμη και σήμερα αντιμετωπίζουν οι μετανάστες στις ευρωπαϊκές χώρες όπου έχουν εγκατασταθεί, έστω και εάν είναι σε όλα νόμιμοι, έστω και εάν πρόκειται για τα ίδια τα παιδιά τους, που έχουν γεννηθεί και μεγαλώσει στις χώρες αυτές.
«Όλοι όσοι είμαστε μετανάστες, είμαστε κι εμείς θύματα των δολοφόνων των 8 Τούρκων και του Έλληνα μετανάστη» δήλωσε ο εκπρόσωπος της Τουρκικής Κοινότητας του Μονάχου, που σύμφωνα με πληροφορίες στη δίκη η οποία ξεκίνησε τη Δευτέρα, παρέχει και εκ μέρους της νομική συμπαράσταση, τόσο στις οικογένειες των Τούρκων δολοφονηθέντων, όσο και σ΄αυτή του δολοφονημένου Έλληνα, χωρίς εξαίρεση.

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Είμαστε όλοι θύματα των δολοφόνων του Έλληνα και των 8 Τούρκων μεταναστών."

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *