Ο Δείκτης Μάζας Σώματος (BMI) είναι ένα ευρέως διαδεδομένο εργαλείο για την διάγνωση της παχυσαρκίας. Βασίζεται σε ένα απλό μαθηματικό υπολογισμό της σχέσης ύψους – βάρους και από το αποτέλεσμά του προκύπτει ένα φάσμα πιθανών περιπτώσεων, με άτομα σοβαρά ελλιποβαρή στο ένα άκρο (BMI< 18,5) και την παχυσαρκία στο άλλο (BMI>30). Υγιές θεωρείται ένα άτομο με BMI ανάμεσα στο 19 και το 25, ενώ ως υπέρβαρος ορίζεται όποιος κυμαίνεται ανάμεσα στο 25-30.
Οι συνήθεις μέθοδοι της πρόβλεψης και της καταπολέμησης της παχυσαρκίας που συνιστούν οι ειδικοί δύσκολα θα εκπλήξουν τον αναγνώστη (τακτική άσκηση, υγιεινή διατροφή, βοήθεια διαιτολόγου). Οι γνωστές συμβουλές όμως δεν φαίνεται να είναι αρκετές για ένα διαρκώς αυξανόμενο ποσοστό των κλινικά παχύσαρκων, που προτιμούν μία πιο δραστική λύση και βρίσκουν την απάντηση στο πεδίο της Βαριατρικής Χειρουργικής. Το 2007 καταγράφηκαν 385 γαστρικές επεμβάσεις, ενώ το 2012 έφτασαν τις 8.862.
Χειρουργικές επεμβάσεις όπως η τοποθέτηση γαστρικού δακτυλίου ή το γαστρικό bypass συνιστώνται μόνο σε ασθενείς με νοσογόνο παχυσαρκία (BMI>35) και η προετοιμασία ξεκινάει μήνες πριν το χειρουργείο, με διαιτολόγους, παθολόγους, χειρούργους, αλλά και ψυχολόγους να εξετάζουν αν η επέμβαση είναι η σωστή θεραπευτική οδός για το προφίλ του ασθενή. Αυτή η διεξοδική διαδικασία αξιολόγησης είναι απαραίτητη για να καλυφθούν τα έξοδα της εγχείρησης από την δημόσια κοινωνική ασφάλιση. Παρόλα αυτά η εκρηκτική αύξηση των βαριατρικών επεμβάσεων τα τελευταία χρόνια δείχνει ότι ασθενείς δεν φαίνονται να πτοούνται από την γραφειοκρατική αναμονή, ούτε από τους κινδύνους που πάντα περιλαμβάνονται σε κάθε χειρουργείο.
Πηγή : dhnet.be
Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Κλινικά παχύσαρκοι το 14% των Βέλγων"