Στάθης Λιβαθινός: Βάπτισμα του πυρός στην όπερα με «Αΐντα» στις Βρυξέλλες

Συντάκτης:
Εκτυπώστε το άρθρο

Γράφει ο Γιώργος Μητρόπουλος

 

Σε μια τέντα, στο Palais de la Monnaie που έχει μεταμορφωθεί σε αληθινό παλάτι της μουσικής, πίσω από ένα παλιό τελωνείο των Βρυξελλών, παρουσιάζεται η «Αΐντα», η όπερα που ανεβάζει ο Στάθης Λιβαθινός από την Τρίτη 16 Μαΐου μέχρι και τις 4 Ιουνίου, στο πλαίσιο της ανάθεσης που του έγινε από το διάσημο θέατρο La Monnaie.

Είναι το πρώτο έργο λυρικού ρεπερτορίου που ανεβάζει ο έλληνας σκηνοθέτης και η τελευταία παραγωγή που κλείνει τον «εκτός έδρας» κύκλο των παραστάσεων. Φιλοξενείται στον προσωρινό αυτό χώρο, μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες που γίνονται στο εμβληματικό κεντρικό κτίριο.

Ο κορυφαίος πολιτιστικός θεσμός που η καρδιά του χτυπά στο κέντρο της βελγικής πρωτεύουσας δίνει πάντα ευκαιρίες σε νέα πρόσωπα. Δεν παύει να πειραματίζεται με όλα τα είδη της τέχνης, χωρίς να θέτει περιορισμούς στην καλλιτεχνική έμπνευση. Σ’ αυτό το πλαίσιο, όλα τα μεγάλα ονόματα της τέχνης έχουν περάσει τις «προοδευτικές» πόρτες του. Αυτή η συνθήκη λειτούργησε τέλεια και για τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας, που παίρνει τώρα το βάπτισμα του πυρός στον κόσμο της όπερας, αρκετά χιλιόμετρα μακριά από τη χώρα του.

Είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τον σκηνοθέτη, κατά τη διάρκεια των προβών του έργου στις Βρυξέλλες. Ο ίδιος ομολογεί, στη συνέντευξη που μας παραχώρησε, ότι δεν έχει καθόλου άγχος για την παρθενική του εμφάνιση στον κόσμο του λυρικού θεάτρου. Δεν διστάζει να επισημάνει ότι το συγκεκριμένο έργο του Τζουζέπε Βέρντι δεν θα ήταν ποτέ η πρώτη του επιλογή, αλλά η πρόταση που του έγινε ήταν πολύ δελεαστική για να αρνηθεί. Το ρίσκο, όπως επισημαίνει, βρίσκεται κυρίως στη βελγική πλευρά, που του εμπιστεύτηκε αυτή την πολυδάπανη παραγωγή.

Οι υπεύθυνοι του La Monnaie είχαν δει την «Ιλιάδα» του που περιόδευσε σε αρκετά μέρη στο εξωτερικό, τους άρεσε και έτσι του πρότειναν τη συνεργασία αυτή. Είχε καιρό μάλιστα να ανεβεί μια Αΐντα στο συγκεκριμένο θέατρο. έχουν περάσει 15 χρόνια από το τελευταίο ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου του Βέρντι στο θέατρο των Βρυξελλών. Τότε την σκηνοθετική μπαγκέτα κρατούσε ο Μπομπ Γουίλσον και τη μουσική διεύθυνση είχε ο Αντόνιο Παπάνο.

Σήμερα, ο Στάθης Λιβαθινός διαλέγει για την δική του προσέγγιση, έναν τόπο και ένα χρόνο σύγχρονο. Είναι μια απλή, σχεδόν μινιμαλιστική, αρκετά σωματική παράσταση, χωρίς τις γνωστές εξωτικές αναφορές, μακριά από το πολυφρορεμένο αιγυπτιακό φολκλόρ και ντεκόρ. Αντίθετα αναδεικνύεται η αδελφική σχέση με την ελληνική τραγωδία, όσον αφορά τα ανθρώπινα βάσανα, η οποία υπογραμμίζεται στην παράσταση μέσα με την καθολικότητα του δράματος που βιώνουν οι τρεις βασικοί χαρακτήρες.

Στο πλευρό του άλλοι δύο Έλληνες: Ο Δημήτρης Τηλιακός που ερμηνεύει τον Αμονάσρο και ο Αλέκος Αναστασίου στους φωτισμούς. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραστάσεις είναι sold out αρκετές μέρες πριν την πρεμιέρα.

-Πότε γεννήθηκε η αγάπη σας για τον κόσμο της όπερας;

Από μικρή ηλικία ήμουν «δέσμιος» της κλασικής μουσικής και των μπλουζ. Ο Βέρντι, για μένα, είναι ένα από εκείνα τα πνεύματα, που μας δίνουν λόγο να υπάρχουμε πάνω στη γη. Είναι μια μουσική μεγαλοφυΐα. Αυτό που διδάσκει, πέρα από την εξαίρετη μουσική του, είναι ο τρόπος της εξέλιξής του: ο άνθρωπος μπορεί να γερνάει σωματικά, αλλά εξελίσσεται πνευματικά. Μπορεί να ακούγεται αυτονόητο, αυτό που λέω, αλλά οι τελευταίες του όπερες, είναι η μία καλύτερη από την άλλη. Ό,τι έγραψε μετά την Αΐντα ήταν καλύτερο και ακόμη καλύτερο. Σήμερα, βλέπεις συνήθως το αντίθετο: οι ηλικιωμένοι δημιουργοί πάνε από το κακό στο χειρότερο.

-Η αφετηρία σας είναι το θέατρο. Πού συναντήσατε την όπερα;

Το ίδιο το θέατρο και ο εκπρόσωπός του, ο Πίτερ ντε Καλούβε μου εξήγησαν εξαρχής ότι με ήθελαν ως άνθρωπο του θεάτρου και με αυτή την «ταυτότητα» να καταπιαστώ με το συγκεκριμένο έργο. Δεν καινοτομώ με αυτό που κάνω εδώ στις Βρυξέλλες. Άλλωστε, η όπερα κατευθύνεται με γοργούς ρυθμούς προς τον κόσμο του θεάτρου, τα τελευταία χρόνια. Οι καλοί τραγουδιστές είναι πλέον και πολύ καλοί ηθοποιοί. Ήμουν τυχερός γιατί έχω στη διάθεσή μου ένα διεθνές καστ, μια ομάδα καλλιτεχνών που είναι πρόθυμοι να ανταποκριθούν με αυταπάρνηση στα θεατρικά τους καθήκοντα. Πέρα από αυτούς και οι υπόλοιποι συντελεστές είναι εξαιρετικοί. Και έχουμε κι έναν καταπληκτικό δραματουργό, που δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον Βέρντι. Ό,τι κι αν ψάχνεις να βρεις, αν δεν το βρεις στο κείμενο, θα το συναντήσεις στην μουσική.

-Τι σας ενδιέφερε στη συγκεκριμένη όπερα;

Την Αΐντα την αγάπησα πολύ. Αυτό έγινε σταδιακά. Με συγκλόνισε. Κι αυτό το έργο, όπως και γενικά η όπερα, είναι φορτωμένο βέβαια από κλισέ. Ακούς Αΐντα και σου έρχονται στο μυαλό ελέφαντες. Εμείς με τους συνεργάτες που γνώρισα εδώ ξεκινήσαμε να δουλεύουμε, έχοντας στο μυαλό μας τι δεν θέλουμε να κάνουμε σ’ αυτό το ανέβασμα. Δεν είδαμε τη συγκεκριμένη ιστορία με έναν τρόπο πομπώδη όπως συνήθως αλλά τονίζοντας την εσωτερικότητά της. Το επίκεντρο ήταν το θανατηφόρο πρωταγωνιστικό τρίγωνο, που φλερτάρει από την αρχή με το θάνατο. Για μένα το έργο αυτό έχει να κάνει με το παιχνίδισμα με τη μοίρα και τον θάνατο. Πιστεύω λοιπόν ότι είναι λοιπόν πολύ πιο κοντά στον Μπέκετ, παρά στον ζωολογικό κήπο, που έχουμε συνηθίσει μέχρι σήμερα. Έχει μια τρομερή φράση η Αΐντα«Un deserto è la mia vita» δηλαδή «Η ζωή μου μια έρημος». Θεώρησα ότι αυτό είναι ένα από τα κλειδιά ανάγνωσης του έργου. Γιατί η ζωή μας, όπως και να το κάνεις, σιγά σιγά ερημώνει από αξίες και αισθήματα. Έκανα λοιπόν μια παράσταση έντονα συναισθηματική και πολύ σωματική.

-Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που αντιμετωπίσατε σ’ αυτό το παρθενικό σας εγχείρημα;

Το πιο σημαντικό για μένα είναι να ακούσω σωστά τον μεγαλοφυή δραματουργό, που λέγεται Βέρντι. Να καταλάβεις ποιος είναι ο στόχος του. Με επηρέασε πάρα πολύ επίσης ένα τεράστιο μέγεθος του εικοστού αιώνα: ο Νικολάους Αρνονκούρ. Έκανε μια ανάγνωση της Αΐντα, πολύ κοντά σ’ αυτά που πίστευα. Ότι πρόκειται δηλαδή για μια βαθύτατα εσωτερική και συναισθηματική ιστορία. Η απόδειξη είναι ότι οι ελάχιστες σκηνές πλήθους που έχει, είναι συμβολικές και κατά βάθος εσωτερικές και όχι κραυγαλέες.

-Μου κάνει εντύπωση ότι κάνετε λίγο «πίσω», όσον αφορά τον σκηνοθετικό σας ρόλο. Τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πολλές σκηνοθεσίες και σκηνοθέτες να παρεμβαίνουν και να αλλάζουν ριζικά κυρίως την εικόνα αλλά και το περιεχόμενο σε γνωστά έργα του λυρικού θεάτρου.

Ξέρετε γιατί το κάνω αυτό; Γιατί εδώ είναι άλλοι οι κανόνες του παιχνιδιού. Ο μουσικός έχει βάλει ήδη ένα όριο. Ψάχνει λοιπόν ο σκηνοθέτης να βρει την ελευθερία του, έξω από αυτό. Τη βρίσκει στο εικαστικό μέρος και στον εκσυγχρονισμό της όπερας. Όλο αυτό είναι ένας σκηνοθετικός πειρασμός, που τον κατανοώ, αλλά στην πραγματικότητα η ουσία βρίσκεται αλλού. Ο Βέρντι, άλλωστε, είναι βαθιά έντιμος απέναντι στα ανθρώπινα αισθήματα. Δηλαδή η μουσική του πάλλεται. Δεν κάνει τίποτε που να μην υπηρετεί το ουσιώδες. Είναι όλα ενταγμένα σ’ αυτόν τον προσανατολισμό, μέχρι και την τελευταία νότα. Ενώ θα μπορούσε, οποιαδήποτε στιγμή, να κάνει επίδειξη στυλ.

-Το La Monnaie καλεί διαρκώς σκηνοθέτες και άλλους καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο να κάνουν ή να δουλέψουν σε παραστάσεις του. Θα μπορούσε το δικό μας Εθνικό Θέατρο να κάνει κάτι αντίστοιχο σε μια μόνιμη βάση;

Το θέμα είναι ότι το βελγικό θέατρο δεν έχει ένα ρεπερτόριο, με αποτέλεσμα να μπορεί να κάνει αυτά τα ανοίγματα. Θα μου πείτε «Γιατί έχει το Εθνικό ρεπερτόριο;» (γέλια). Πρόθεσή μου είναι να φτιάξουμε ένα ρεπερτόριο σιγά-σιγά, μέχρι το 2019, που θα βρίσκομαι στην καλλιτεχνική διεύθυνση. Νομίζω ότι και ο Γιάννης Χουβαρδάς το προσπάθησε. Να γίνει δηλαδή ένα ρεπερτόριο από αξιόλογες παραστάσεις. Από την άλλη πλευρά υπάρχουν και τα οικονομικά μεγέθη, που δεν επιτρέπουν πολλά πράγματα. Το κόστος αυτής της παραγωγής και μόνο αγγίζει το 1 εκατομμύριο Ευρώ, όταν ο ετήσιος προγραμματισμός του Εθνικού Θεάτρου είναι 6 εκατομμύρια Ευρώ! Οπότε καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι να κάνουμε εμείς κάτι τέτοιο.

- Δεν είναι όμως αυτονόητο; Συμβαίνει παντού.

Το αυτονόητο στη χώρα μας δεν είναι πάντα εφικτό. Ζούμε στη χώρα, που το αυτονόητο πρέπει να κατακτηθεί. Θέλω να καλέσω ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν στο Εθνικό Θέατρο στο μέλλον. Το έχω ήδη κάνει και θα συνεχίσω να το κάνω. Αυτό όμως που για μένα είναι ένα ανοικτό Εθνικό, δεν είναι απλώς ένα θέατρο που καλεί ξένους, αλλά που ανταλλάσσει πρόσωπα, παραστάσεις. Κάνει συμπαραγωγές. Για μένα ένα πετυχημένο Εθνικό Θέατρο, πρέπει ό,τι παίρνει, να το δίνει. Αυτή ήταν η λογική της συμπαραγωγής που κάναμε με το ρωσικό θέατρο Βαχτάνγκοφ. Ελπίζω και στο μέλλον να υπάρξουν ανάλογες συνεργασίες.

 

ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ

Conductor ALAIN ALTINOGLU / SAMUEL JEAN
Director STATHIS LIVATHINOS
Set design ALEXANDER POLZIN
Costumes ANDREA SCHMIDT-FUTTERER
Lighting ALEKOS ANASTASIOU
Choreography OTTO PICHLER
Chorus master MARTINO FAGGIANI
Aida ADINA AARON, MONICA ZANETTIN
Radamès ANDREA CARÈ, GASTON RIVERO
Amneris NORA GUBISCH, KSENIA DUDNIKOVA
Amonasro DIMITRIS TILIAKOS, GIOVANNI MEONI
Ramfis GIACOMO PRESTIA, MIKA KARES
Il Re ENRICO IORI
Una sacerdotessa TAMARA BANJESEVIC
Un messaggero JULIAN HUBBARD
LA MONNAIE SYMPHONIC ORCHESTRA & CHOIR

INFO

ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΙΣ
MAY 16, 17, 19, 20, 23, 25, 26, 30, 31- 19:30
MAY 28 – 15:00
JUNE 2- 19:30
JUNE 4 – 15:00

PALAIS DE LA MONNAIE

INFO & TICKETS | + 32 2 229 12 11 – – MMTickets, 14 rue des Princes, www.lamonnaie.be – tickets@lamonnaie.be
PERFORMANCE | PALAIS DE LA MONNAIE, 86C, Avenue du Port –
PRICES | From 10€ to 129€

 

Πηγή: euronews.com

Δεν υπάρχουν σχόλια για το άρθρο "Στάθης Λιβαθινός: Βάπτισμα του πυρός στην όπερα με «Αΐντα» στις Βρυξέλλες"

    Αφήστε το σχόλιο σας


    *